- εκρωσίζω
- μετ. русифицировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκρωσίζω — 1. κάνω κάποιον Ρώσο ή να αποδεχθεί τη ρωσική εθνικότητα ή τα ρωσικά ήθη 2. μεταβάλλω κάτι σε ρωσικό 3. (για λέξεις) ακολουθώ ή ρυθμίζω κατά το τυπικό τής ρωσικής γλώσσας … Dictionary of Greek
εκρωσίζω — εκρώσισα, εκρωσίστηκα, εκρωσισμένος, μτβ., μεταβάλλω κάτι σε ρωσικό ή ανθρώπους ξένης εθνικότητας σε Ρώσους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκρωσισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκρωσίζω … Dictionary of Greek