εκρωσίζω

εκρωσίζω
μετ. русифицировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εκρωσίζω" в других словарях:

  • εκρωσίζω — 1. κάνω κάποιον Ρώσο ή να αποδεχθεί τη ρωσική εθνικότητα ή τα ρωσικά ήθη 2. μεταβάλλω κάτι σε ρωσικό 3. (για λέξεις) ακολουθώ ή ρυθμίζω κατά το τυπικό τής ρωσικής γλώσσας …   Dictionary of Greek

  • εκρωσίζω — εκρώσισα, εκρωσίστηκα, εκρωσισμένος, μτβ., μεταβάλλω κάτι σε ρωσικό ή ανθρώπους ξένης εθνικότητας σε Ρώσους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκρωσισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκρωσίζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»